- ὁλομέρεια
- ὁλο-μέρεια, ἡ, das aus ganzen, großen Stücken Bestehen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ολομέρεια — η (Μ ὁλομέρεια) [ολομερής] νεοελλ. το σύνολο τών μερών ενός συνόλου, δηλ. μιας ολοκληρωμένης ομάδας μσν. η συνύπαρξη όλων τών μερών, η ακεραιότητα … Dictionary of Greek